- αναντίληπτος
- -η, -ο (Α ἀναντίληπτος, -ον)νεοελλ.1. αυτός που δεν έγινε αντιληπτός, αισθητός2. αυτός που δεν έτυχε κοινωνικής αντιλήψεως και περιθάλψεωςαρχ.αυτός που δεν αντιλαμβάνεται, δεν αισθάνεται κάτι, αναίσθητος, μη ευαίσθητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν-στερ. + ἀντιληπτός. Η λ. μαρτυρείται από το 1846 στον Χρ. Νικολαΐδη (Αδριανουπολίτη)].
Dictionary of Greek. 2013.